μεγαλόστομος

μεγαλόστομος
η , ο [ος , ον ] 1. любящий говорить высокими словами;
2. (ο ) краснобаи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μεγαλόστομος" в других словарях:

  • μεγαλόστομος — with large mouth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόστομος — η, ο (ΑM μεγαλόστομος, ον) αυτός που έχει μεγάλο στόμα νεοελλ. αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόμα (πρβλ. αυθαδό στομος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόστομος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλο στόμα. 2. μτφ., αυτός που λέει μεγάλα λόγια, που μιλάει με μεγαλοπρέπεια: Μεγαλόστομος αρχηγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοστομώτατον — μεγαλόστομος with large mouth masc acc superl sg μεγαλόστομος with large mouth neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοστόμου — μεγαλόστομος with large mouth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοστόμους — μεγαλόστομος with large mouth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόστομα — μεγαλόστομος with large mouth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόστομοι — μεγαλόστομος with large mouth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διθυραμβώδης — ες (Α διθυραμβώδης) [διθύραμβος] 1. αυτός που μοιάζει με διθύραμβο 2. πομπώδης, μεγαλόστομος …   Dictionary of Greek

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοστομία — η (Α μεγαλοστομία) [μεγαλόστομος] μεγαλορρημοσύνη νεοελλ. 1. το να έχει κάποιος μεγάλο στόμα 2. το πομπώδες ύφος τού λόγου, κομπορρημοσύνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»